o συλλογιστής

καθόταν πάνω σε μιά πέτρα στρογγυλή
κάτω απ τη δροσερή σκιά ενός πεύκου
στη γαμημένη την κορυφή του βουνου
που χε ανέβει με το γαμημένο του το ποδήλατο
και τώρα διαπίστωνε πως είχε σκάσει το γαμημένο λάστιχο το μπροστινό

μα τά χε καταφέρει
είχε (πια) τελειώσει η ανηφόρα
και τώρα κοίταζε κάτω την πόλη
απο μακριά - τις ταράτσες
των σπιτιών σιμά.σιμά
και τα επιβλητικά χηλά κτήρια που απο μακριά
ξεχώριζαν-

βαθιά του συλλογίζοταν
ο συλλογιστής
μόνος μέσα σ αυτό το λεπτό
της απόλυτης ελευθερίας και της απόλυτης βαρεμάρας
κι αυτό το λεπτό (πάλι) περνούσε
σε λίγο θ άρχιζε να κατεβαίνει.

1 σχόλια:

σχόλιο στο περιθώριο...