δεν ξέρω


ξυπνώντας «σαν» κανονικός άνθρωπος, άνοιξε πάλι τα μάτια του, 
στο δωμάτιο του εκεί, 
με την γνωστή του ακαταστασία πάντα στην θέση της.

Ξυπνώντας από τον «κανονικό» ύπνο του, άνοιξε πάλι τα μάτια του, όλα ήταν εμείς, εικόνες, πράγματα, σκέψεις…
άνοιξα πάλι τα μάτια του στην γνωστή ακαταστασία μου σβήνοντας με μιας τις εικόνες του πιο πραγματικού κόσμου του.
Δεν είσαι σίγουρος αν ξύπνησε ή ακόμα και αν ήταν πραγματικός άνθρωπος, μια φωνή που ξύπνησε διπλά μου συνήθιζε να αμφισβητεί ακόμα και αυτή την έννοια της κανονικότητας. 
Ξανάκλεισα τα μάτια του βυθισμένος στις σκέψεις της απαλλαγμένος από την ακαταστασία του, πιο βυθισμένος στην σκέψη της.
δεν ξέρω ακόμα αν γράφονται αυτές οι λέξεις ή ακόμα και αν πραγματικά τις διαβάζεις… Αμφισβήτησε…
Έκανες να ξυπνήσει
Να ανοίξει τα μάτια του
Κανονικά και πιο ύστερα ακανόνιστα…
Ήχος από κουδούνι

Έβαλε γρήγορα τις κόκκινες κάλτσες του. δε θυμάται να πρόλαβα και τίποτα άλλο, δεν υπήρχε χρόνος για κανονικότητες. βλέπεις…
Σε δυο στιγμές όσο που πρόλαβε να ανοιγοκλείσει δυο φορές τα μάτια της βρέθηκε να τρέχει,
κοιτώντας σταθερά τις κόκκινες κάλτσες του,
διαδοχικά βήματα στο γκρι οδόστρωμα,
πάτημα και ύστερα στον αέρα το άλλο πόδι με τη σειρά του να ακουμπάει με τη κόκκινη κάλτσα του το οδόστρωμα, να κοιτάει, να τρέχει, κι άλλο ένα βήμα και μια δρασκελιά μια κόκκινη κάλτσα μια σκέψη κανονικότητας και ένα ακόμα βήμα στον αέρα…
Δεν αμφισβήτησε
έτρεχε;  πέταγε βυθισμένος στις κόκκινες σκέψεις της

άνοιγες μάτια μου

2 σχόλια:

σχόλιο στο περιθώριο...